- ἑκκαιδεκαέτης
- ἑκκαιδεκαέτηςsixteen years oldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκαιδεκαέτης — ἑκκαιδεκαέτης, ο (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαέξι ετών, ο δεκαεξαετής 2. περίοδος που αποτελείται από δεκαέξι χρόνια, η δεκαεξαετία … Dictionary of Greek
εκκαιδεκέτης — ἑκκαιδεκέτης και ἑκκαιδεκαέτης, ο (θηλ. εκκαιδεκέτις) δεκαεξαετής … Dictionary of Greek